-
1 προς-ερείδω
προς-ερείδω, dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προςήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόϑεν προςηρεικότες, 1, 10, 11; προςερηρεικώς u. προςερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский